Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε Όπως γίνεται για τις συμφορές Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό Δώρο ασημένιο ποίημα. |
I know that it’s nothing of all these and that the language I speak has no alphabet
Since the sun and the waves are a syllabic script to be deciphered only in the times of sorrow and exile And the motherland a fresco with successive overlays Frankish or Slavic which, should you try to restore, you are immediately sent to prison and held to account To a multitude of Dominions foreign, always through your own As it happens for disasters But let’s imagine that in an old times threshing-floor, which might be in an apartment-complex, children are playing and whoever loses Should, according to the rules, tell the others and give them a truth Then everyone ends up holding in his hand a small Gift, silver of a poem. |